αυξομειώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αυξομειώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυξομειώνω
- θα αυξομειώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυξομειώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αυξομειώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αυξομείωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.