μονιμότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονιμότητα οι μονιμότητες
      γενική της μονιμότητας των μονιμοτήτων
    αιτιατική τη μονιμότητα τις μονιμότητες
     κλητική μονιμότητα μονιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονιμότητα < ελληνιστική κοινή μονιμότης < αρχαία ελληνική μόνῐμος < μένω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική permanence[1])

Ουσιαστικό

μονιμότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του μόνιμου, το να παραμένει κάτι για πολύ χρόνο ή για πάντα στην ίδια θέση ή κατάσταση
  2. (ειδικότερα) η ιδιότητα του μόνιμου εργαζομένου, αυτού που έχει προσληφθεί για να καλύψει οργανική θέση για αόριστο χρόνο
    η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων καθιερώθηκε από το σύνταγμα του 1911

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

  1. μονιμότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.