απαρχή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απαρχή | οι | απαρχές |
| γενική | της | απαρχής | των | απαρχών |
| αιτιατική | την | απαρχή | τις | απαρχές |
| κλητική | απαρχή | απαρχές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απαρχή < αρχαία ελληνική ἀπαρχή < ἀπὀ + ἀρχή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.