ατομιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατομιστικός η ατομιστική το ατομιστικό
      γενική του ατομιστικού της ατομιστικής του ατομιστικού
    αιτιατική τον ατομιστικό την ατομιστική το ατομιστικό
     κλητική ατομιστικέ ατομιστική ατομιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατομιστικοί οι ατομιστικές τα ατομιστικά
      γενική των ατομιστικών των ατομιστικών των ατομιστικών
    αιτιατική τους ατομιστικούς τις ατομιστικές τα ατομιστικά
     κλητική ατομιστικοί ατομιστικές ατομιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

  1. ατομιστικός < ατομιστής + -ικός
  2. ατομιστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική atomistique < atomiste < αρχαία ελληνική ἄτομον < τέμνω

Επίθετο

ατομιστικός

  1. που έχει σχέση με τον ατομιστή ή τον ατομισμό ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. που έχει σχέση με το άτομο των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων ή αναφέρεται σ’ αυτό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.