ατομιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ατομιστικός | η | ατομιστική | το | ατομιστικό |
| γενική | του | ατομιστικού | της | ατομιστικής | του | ατομιστικού |
| αιτιατική | τον | ατομιστικό | την | ατομιστική | το | ατομιστικό |
| κλητική | ατομιστικέ | ατομιστική | ατομιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ατομιστικοί | οι | ατομιστικές | τα | ατομιστικά |
| γενική | των | ατομιστικών | των | ατομιστικών | των | ατομιστικών |
| αιτιατική | τους | ατομιστικούς | τις | ατομιστικές | τα | ατομιστικά |
| κλητική | ατομιστικοί | ατομιστικές | ατομιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ατομιστικός < ατομιστής + -ικός
- ατομιστικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική atomistique < atomiste < αρχαία ελληνική ἄτομον < τέμνω
Επίθετο
ατομιστικός
Συγγενικά
- ατομιστικά
- → δείτε τις λέξεις ατομιστής, άτομο και τέμνω
Μεταφράσεις
ατομιστικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.