ατομιστικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ατομιστικά
<
ατομιστικός
Επίρρημα
ατομιστικά
με σκοπό την
εξυπηρέτηση
ενός
ατόμου
Μεταφράσεις
ατομιστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ατομιστικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
ατομιστικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.