ασυμμόρφωτα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ασυμμόρφωτα < ασυμμόρφωτ(ος) +

Προφορά

ΔΦΑ : /a.siˈmoɾ.fo.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ασυμμόρφωτα

Επίρρημα

ασυμμόρφωτα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ασυμμόρφωτα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.