αστυφιλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αστυφιλία οι αστυφιλίες
      γενική της αστυφιλίας των αστυφιλιών
    αιτιατική την αστυφιλία τις αστυφιλίες
     κλητική αστυφιλία αστυφιλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αστυφιλία < άστυ + -φιλία

Προφορά

ΔΦΑ : /a.sti.fiˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αστυφιλία

Ουσιαστικό

αστυφιλία θηλυκό στον ενικό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.