αστείρευτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστείρευτος η αστείρευτη το αστείρευτο
      γενική του αστείρευτου της αστείρευτης του αστείρευτου
    αιτιατική τον αστείρευτο την αστείρευτη το αστείρευτο
     κλητική αστείρευτε αστείρευτη αστείρευτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστείρευτοι οι αστείρευτες τα αστείρευτα
      γενική των αστείρευτων των αστείρευτων των αστείρευτων
    αιτιατική τους αστείρευτους τις αστείρευτες τα αστείρευτα
     κλητική αστείρευτοι αστείρευτες αστείρευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αστείρευτος < αστέρευτος (< α- + στερεύω) με επίδραση του στείρος

Επίθετο

αστείρευτος, -η, -ο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.