ανέκδοτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανέκδοτο τα ανέκδοτα
      γενική του ανεκδότου
& ανέκδοτου
των ανεκδότων
    αιτιατική το ανέκδοτο τα ανέκδοτα
     κλητική ανέκδοτο ανέκδοτα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανέκδοτο < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈnek.ðo.to/

Ουσιαστικό

ανέκδοτο ουδέτερο

  1. η μικρή ιστορία που στόχο έχει να προκαλέσει γέλιο
  2. το συμβάν που αφορά ιστορικούς χρόνους αλλά δεν θεωρείται, επίσημα, σαν μέρος της ιστορίας και ίσως δεν έχει επαληθευθεί

Συνώνυμα

Εκφράσεις

  • από άλλο ανέκδοτο

Παράγωγα

  • ανεκδοτάκι

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ανέκδοτο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.