ανέκδοτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανέκδοτο | τα | ανέκδοτα |
| γενική | του | ανεκδότου & ανέκδοτου |
των | ανεκδότων |
| αιτιατική | το | ανέκδοτο | τα | ανέκδοτα |
| κλητική | ανέκδοτο | ανέκδοτα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανέκδοτο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈnek.ðo.to/
Ουσιαστικό
ανέκδοτο ουδέτερο
Συνώνυμα
Εκφράσεις
- από άλλο ανέκδοτο
Παράγωγα
- ανεκδοτάκι
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.