ασταχυολόγητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασταχυολόγητος η ασταχυολόγητη το ασταχυολόγητο
      γενική του ασταχυολόγητου της ασταχυολόγητης του ασταχυολόγητου
    αιτιατική τον ασταχυολόγητο την ασταχυολόγητη το ασταχυολόγητο
     κλητική ασταχυολόγητε ασταχυολόγητη ασταχυολόγητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασταχυολόγητοι οι ασταχυολόγητες τα ασταχυολόγητα
      γενική των ασταχυολόγητων των ασταχυολόγητων των ασταχυολόγητων
    αιτιατική τους ασταχυολόγητους τις ασταχυολόγητες τα ασταχυολόγητα
     κλητική ασταχυολόγητοι ασταχυολόγητες ασταχυολόγητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασταχυολόγητος < α- + σταχυολογώ + -τος

Επίθετο

ασταχυολόγητος, -η, -ο

  1. που δεν σταχυολογήθηκε, δεν αποθησαυρίστηκε
  2. αυτός από τον οποίο δεν έγινε σταχυολόγηση
    ποιητής ασταχυολόγητος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

  • ασταχυολόγητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.