αστάχυ
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αστάχυ | τα | αστάχυα |
| γενική | του | σταχυού | των | σταχυών |
| αιτιατική | το | αστάχυ | τα | αστάχυα |
| κλητική | αστάχυ | αστάχυα | ||
| Δείτε και στάχυ, στάχι | ||||
| όπως «-υ ουδέτερα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αστάχυ < ενδιάμεσος μεσαιωνικός τύπος *ἀστάχυον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική ἄσταχυς < ἄ- (α- προτακτικό) + στάχυ (στάχυ)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈsta.çi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στά‐χυ
Μεταφράσεις
αστάχυ
|
Αναφορές
- αστάχυ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.