ασθενέστερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασθενέστερος | η | ασθενέστερη | το | ασθενέστερο |
| γενική | του | ασθενέστερου | της | ασθενέστερης | του | ασθενέστερου |
| αιτιατική | τον | ασθενέστερο | την | ασθενέστερη | το | ασθενέστερο |
| κλητική | ασθενέστερε | ασθενέστερη | ασθενέστερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασθενέστεροι | οι | ασθενέστερες | τα | ασθενέστερα |
| γενική | των | ασθενέστερων | των | ασθενέστερων | των | ασθενέστερων |
| αιτιατική | τους | ασθενέστερους | τις | ασθενέστερες | τα | ασθενέστερα |
| κλητική | ασθενέστεροι | ασθενέστερες | ασθενέστερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασθενέστερος < συγκριτικός βαθμός του ασθενής και του ασθενικός, αλλά και άλλων με δύσχρηστα παραθετικά (π.χ. του αδύναμος, ανίσχυρος)
Επίθετο
ασθενέστερος, -η, -ο
- που είναι πιο ασθενικός, πιο εξασθενημένος, πιο αδύναμος σε σύγκριση με άλλους, σε σύγκριση με το κανονικό, σε σύγκριση με τον εαυτό του σε άλλη χρονική στιγμή
- Σε κάθε επιδρομή κατά του βιοτικού επιπέδου ακολουθεί η μόνιμη επωδός, ότι θα εξαιρεθούν οι οικονομικά ασθενέστεροι.
- πιο άτονος ή λιγότερο έντονος, μικρότερης ισχύος
- Τώρα οι ενδείξεις είναι ασθενέστερες στο Τσέρνομπιλ, όμως η ραδιενέργεια δεν έχει εξαφανιστεί
- Οι παλμοί του γίνονται ασθενέστεροι, πάρε εντολή από το διευθυντή να ξαναβάλουμε τον άνθρωπο στην εντατική
- Μετά την κύρια δόνηση ακολούθησε άλλη ασθενέστερη της τάξης των 3 Ρίχτερ.
Σημειώσεις
- δεν αφορά στο ουσιαστικό ασθενής (ο άρρωστος)
Αντώνυμα
- δυνατότερος
- σφοδρότερος
Παράγωγα
- ασθενέστερα (επίρρημα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.