σφοδρότερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σφοδρότερος | η | σφοδρότερη | το | σφοδρότερο |
| γενική | του | σφοδρότερου | της | σφοδρότερης | του | σφοδρότερου |
| αιτιατική | τον | σφοδρότερο | τη | σφοδρότερη | το | σφοδρότερο |
| κλητική | σφοδρότερε | σφοδρότερη | σφοδρότερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σφοδρότεροι | οι | σφοδρότερες | τα | σφοδρότερα |
| γενική | των | σφοδρότερων | των | σφοδρότερων | των | σφοδρότερων |
| αιτιατική | τους | σφοδρότερους | τις | σφοδρότερες | τα | σφοδρότερα |
| κλητική | σφοδρότεροι | σφοδρότερες | σφοδρότερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σφοδρότερος < σφοδρ-ότερος, συγκριτικός βαθμός του σφοδρός. Kαι αρχαίο σφοδρότερος
Επίθετο
σφοδρότερος, -η, -ο
Αντώνυμα
Παράγωγα
- σφοδρότερα (επίρρημα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.