ασθενικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασθενικός η ασθενική το ασθενικό
      γενική του ασθενικού της ασθενικής του ασθενικού
    αιτιατική τον ασθενικό την ασθενική το ασθενικό
     κλητική ασθενικέ ασθενική ασθενικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασθενικοί οι ασθενικές τα ασθενικά
      γενική των ασθενικών των ασθενικών των ασθενικών
    αιτιατική τους ασθενικούς τις ασθενικές τα ασθενικά
     κλητική ασθενικοί ασθενικές ασθενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασθενικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ασθενικός

  1. αδύνατος, καχεκτικός
  2. φιλάσθενος
    φέτος κόλλησε 4 φορές τη γρίπη, είναι πολύ ασθενικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.