ασβεστοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ασβεστοποιώ
- παράγω ασβέστιο
- επιχειρώ ασβεστοποίηση, εναποθέτω στρώμα αλάτων ασβεστίου για να καταστήσω κάτι σκληρότερο
Μεταφράσεις
ασβεστοποιώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.