ασήμια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ασήμια < ασήμι

Ουσιαστικό

ασήμια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • τα ασημικά
    μέσα στην μπιζουτιέρα μου φυλάω όλα τα ασήμια μου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.