αρχοντικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρχοντικό τα αρχοντικά
      γενική του αρχοντικού των αρχοντικών
    αιτιατική το αρχοντικό τα αρχοντικά
     κλητική αρχοντικό αρχοντικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρχοντικό < άρχοντας

Ουσιαστικό

αρχοντικό ουδέτερο

  1. το σπίτι τού άρχοντα
  2. (μτφ.) το πλουσιόσπιτο
    μόλις βρήκε δουλειά, αγόρασε ένα αρχοντικό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αρχοντικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.