αρπαχτή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αρπαχτή | οι | αρπαχτές |
| γενική | της | αρπαχτής | των | αρπαχτών |
| αιτιατική | την | αρπαχτή | τις | αρπαχτές |
| κλητική | αρπαχτή | αρπαχτές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρπαχτή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου αρπαχτός
Ουσιαστικό
αρπαχτή θηλυκό
- (λαϊκότροπο) (προφορικό) η απόκτηση χρημάτων ή άλλου οφέλους με τρόπο -συνήθως- γρήγορο, πρόχειρο, ανοργάνωτο και αισχροκερδή
- (λαϊκότροπο) (προφορικό) (συνεκδοχικά) το κέρδος ή το όφελος που προκύπτει απ’ αυτή τη διαδικασία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αρπάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.