αρπαχτή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρπαχτή οι αρπαχτές
      γενική της αρπαχτής των αρπαχτών
    αιτιατική την αρπαχτή τις αρπαχτές
     κλητική αρπαχτή αρπαχτές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρπαχτή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου αρπαχτός

Ουσιαστικό

αρπαχτή θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) (προφορικό) η απόκτηση χρημάτων ή άλλου οφέλους με τρόπο -συνήθως- γρήγορο, πρόχειρο, ανοργάνωτο και αισχροκερδή
  2. (λαϊκότροπο) (προφορικό) (συνεκδοχικά) το κέρδος ή το όφελος που προκύπτει απ’ αυτή τη διαδικασία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.