αρπαχτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρπαχτός η αρπαχτή το αρπαχτό
      γενική του αρπαχτού της αρπαχτής του αρπαχτού
    αιτιατική τον αρπαχτό την αρπαχτή το αρπαχτό
     κλητική αρπαχτέ αρπαχτή αρπαχτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρπαχτοί οι αρπαχτές τα αρπαχτά
      γενική των αρπαχτών των αρπαχτών των αρπαχτών
    αιτιατική τους αρπαχτούς τις αρπαχτές τα αρπαχτά
     κλητική αρπαχτοί αρπαχτές αρπαχτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρπαχτός < αρπάζω + -τός

Επίθετο

αρπαχτός, -ή, -ό

  1. (σπάνιο) που γίνεται γρήγορα και βιαστικά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αρπαχτή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.