αρματώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αρματώνω < μεσαιωνική ελληνική αρματώνω < άρμα (*αρματ-) + -ώνω

Ρήμα

αρματώνω (παθητική φωνή: αρματώνομαι)

  1. εφοδιάζω με όπλα ή άλλο σχετικό υλικό
     συνώνυμα: εξοπλίζω, οπλίζω
  2. βάζω σε καράβι τον κατάλληλο εξοπλισμό, εξαρτήματα ή άλλα όργανα
     συνώνυμα: εξαρτύζω
  3. ετοιμάζω, ξεκινώ, εξοπλίζω για κάποιον λόγο
    αρματώνω τον ανεμόμυλο

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.