αρματωσία

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

αρματωσία < αρματώνω + -σία < άρμα < λατινική arma < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂(e)rmos < *h₂er- ‎(ἀραρίσκω)

Ουσιαστικό

αρματωσία θηλυκό

  1. αρματωσιά, εξοπλισμός
  2. πανοπλία
  3. προετοιμασία για πόλεμο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.