ἀρκέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀρκέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂erg-

Ρήμα

ἀρκέω (παθητική φωνή: ἀρκέομαι / ἀρκοῦμαι)

  1. αποκρούω
  2. προφυλάσσω
  3. κατορθώνω
  4. επαρκώ, είμαι αρκετός
  5. είμαι ισχυρός
  6. ικανοποιώ

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.