quite a few

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

quite a few <  δείτε τις λέξεις quite, a και few

Έκφραση

  • (ιδιωματισμός) αρκετός, κάμποσος, αρκετούτσικοι, αρκετούτσικες, αρκετούτσικα, πολλοί μα όχι σε υπερβολικό βαθμό
    Quite a few people gathered at the event.
    Στην εκδήλωση μαζεύτηκε αρκετός κόσμος.
    There were quite a few people in the room and it was hard to find a spot.
    Είχε κάμποσο κόσμο στην αίθουσα και δυσκολεύτηκα να βρω θέση.

Σημειώσεις

  • χρησιμοποιείται μόνο με μετρήσιμα ουσιαστικά σε πληθυντικό αριθμό
  • Με μη μετρήσιμα ουσιαστικά χρησιμοποιείται το quite a bit
  • Με μη μετρήσιμα κι μετρήσιμα ουσιαστικά χρησιμοποιείται το quite a lot

Συνώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.