αριθμήσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αριθμήσιμος η αριθμήσιμη το αριθμήσιμο
      γενική του αριθμήσιμου της αριθμήσιμης του αριθμήσιμου
    αιτιατική τον αριθμήσιμο την αριθμήσιμη το αριθμήσιμο
     κλητική αριθμήσιμε αριθμήσιμη αριθμήσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αριθμήσιμοι οι αριθμήσιμες τα αριθμήσιμα
      γενική των αριθμήσιμων των αριθμήσιμων των αριθμήσιμων
    αιτιατική τους αριθμήσιμους τις αριθμήσιμες τα αριθμήσιμα
     κλητική αριθμήσιμοι αριθμήσιμες αριθμήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αριθμήσιμος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

αριθμήσιμος, -η, -ο

  1. (μαθηματικά) ένα σύνολο είναι αριθμήσιμο εάν υπάρχει μία αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία με το σύνολο των Φυσικών Αριθμών.
    Το σύνολο των ρητών αριθμών είναι αριθμήσιμο ενώ των άρρητων όχι.

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.