countable
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- countable < count + -able
Επίθετο
countable (en) (χωρίς παραθετικά)
- που μπορεί να μετρηθεί, να απαριθμηθεί, να υπολογιστεί, που έχει ποσότητα· μετρητός
- (μαθηματικά) αριθμήσιμο, ένα σύνολο για το οποίο υπάρχει μία αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία με το σύνολο των Φυσικών Αριθμών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.