countable

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

countable < count + -able

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkaʊn.tə.bəl/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈkʰaʊn(ɾ)əbɫ̩/ (ΗΠΑ)

Επίθετο

countable (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. που μπορεί να μετρηθεί, να απαριθμηθεί, να υπολογιστεί, που έχει ποσότητα· μετρητός
     αντώνυμα: uncountable
  2. (μαθηματικά) αριθμήσιμο, ένα σύνολο για το οποίο υπάρχει μία αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία με το σύνολο των Φυσικών Αριθμών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.