αμφιμονοσήμαντος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμφιμονοσήμαντος | η | αμφιμονοσήμαντη | το | αμφιμονοσήμαντο |
| γενική | του | αμφιμονοσήμαντου | της | αμφιμονοσήμαντης | του | αμφιμονοσήμαντου |
| αιτιατική | τον | αμφιμονοσήμαντο | την | αμφιμονοσήμαντη | το | αμφιμονοσήμαντο |
| κλητική | αμφιμονοσήμαντε | αμφιμονοσήμαντη | αμφιμονοσήμαντο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμφιμονοσήμαντοι | οι | αμφιμονοσήμαντες | τα | αμφιμονοσήμαντα |
| γενική | των | αμφιμονοσήμαντων | των | αμφιμονοσήμαντων | των | αμφιμονοσήμαντων |
| αιτιατική | τους | αμφιμονοσήμαντους | τις | αμφιμονοσήμαντες | τα | αμφιμονοσήμαντα |
| κλητική | αμφιμονοσήμαντοι | αμφιμονοσήμαντες | αμφιμονοσήμαντα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αμφιμονοσήμαντος, -η, -ο
- (μαθηματικά, γλωσσολογία) του οποίου τα στοιχεία αντιστοιχούν, το καθένα, μόνο με ένα στοιχείο άλλου συνόλου και αντίστροφα
Συγγενικά
- αμφιμονοσήμαντα
- αμφιμονοσημαντότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.