αργο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αργο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ή αρχαία ελληνική ἀργο- < ἀργό(ς). Σε νεότερες συνθέσεις, αργ- + -ο-[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.ɣo-/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αργο-

Πρόθημα

αργο- & αργό-

  1. πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνουν πως κάτι συμβαίνει με αργό ρυθμό
    αργοκίνητος
    αργοχιόνισμα
  2. πρώτο συνθετικό λέξεων που δηλώνουν πως κάτι συμβαίνει άσκοπα
    αργόμισθος

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αργο- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αργό- στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.