αργο-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αργο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ή αρχαία ελληνική ἀργο- < ἀργό(ς). Σε νεότερες συνθέσεις, αργ- + -ο-[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.ɣo-/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐γο-
Πρόθημα
αργο- & αργό-
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αργο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αργό- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
αργο-
|
|
Αναφορές
- αργο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.