αραμπάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αραμπάς | οι | αραμπάδες |
| γενική | του | αραμπά | των | αραμπάδων |
| αιτιατική | τον | αραμπά | τους | αραμπάδες |
| κλητική | αραμπά | αραμπάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

αραμπάς
Ουσιαστικό
αραμπάς αρσενικό
- τετράτροχη άμαξα που τη σέρνουν ζώα
- Αραμπάς περνά, σκόνη γίνεται,
- σήκωσ’ το φουστανάκι σου να μη σκονίζεται.
- (στίχοι παραδοσιακού τραγουδιού)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αραμπαδάκι
- αραμπαδιά
- αραμπατζήδικος / αραμπατζίδικος
- αραμπατζής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.