φουστανάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φουστανάκι | τα | φουστανάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | φουστανάκι | τα | φουστανάκια |
| κλητική | φουστανάκι | φουστανάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φουστανάκι < φουστάνι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
- ΔΦΑ : /fu.staˈna.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φου‐στα‐νά‐κι
Ουσιαστικό
φουστανάκι ουδέτερο
- το φόρεμα ενός μικρού κοριτσιού
- το ευτελές φόρεμα, το φτηνό, το πρόχειρο
Μεταφράσεις
φουστανάκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.