φουστανάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φουστανάκι τα φουστανάκια
      γενική
    αιτιατική το φουστανάκι τα φουστανάκια
     κλητική φουστανάκι φουστανάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φουστανάκι < φουστάνι + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά

ΔΦΑ : /fu.staˈna.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φουστανάκι

Ουσιαστικό

φουστανάκι ουδέτερο

  1. το φόρεμα ενός μικρού κοριτσιού
  2. το ευτελές φόρεμα, το φτηνό, το πρόχειρο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.