αραμπαδάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αραμπαδάκι | τα | αραμπαδάκια |
| γενική | του | αραμπαδακιού | των | αραμπαδακιών |
| αιτιατική | το | αραμπαδάκι | τα | αραμπαδάκια |
| κλητική | αραμπαδάκι | αραμπαδάκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αραμπαδάκι < υποκοριστικό του αραμπάς (θέμα πληθυντικού αραμπαδ- + άκι)
Μεταφράσεις
αραμπαδάκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.