αραμπατζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αραμπατζής | οι | αραμπατζήδες |
| γενική | του | αραμπατζή | των | αραμπατζήδων |
| αιτιατική | τον | αραμπατζή | τους | αραμπατζήδες |
| κλητική | αραμπατζή | αραμπατζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αραμπατζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική cı + -ς[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αραμπ(άς) + -τζής.
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɾa.baˈd͡zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρα‐μπα‐τζής
Μεταφράσεις
αραμπατζής
|
Αναφορές
- αραμπατζής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.