αραμπατζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αραμπατζής οι αραμπατζήδες
      γενική του αραμπατζή των αραμπατζήδων
    αιτιατική τον αραμπατζή τους αραμπατζήδες
     κλητική αραμπατζή αραμπατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αραμπατζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική + [1] Μορφολογικά αναλύεται σε αραμπ(άς) + -τζής.

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɾa.baˈd͡zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αραμπατζής

Ουσιαστικό

αραμπατζής αρσενικό

  1. (επάγγελμα) αυτός που οδηγεί αραμπά
  2. (επάγγελμα) ο ιδιοκτήτης αραμπά

Συνώνυμα

 και δείτε τη λέξη αμαξάς

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.