αδικαιολόγητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδικαιολόγητος | η | αδικαιολόγητη | το | αδικαιολόγητο |
| γενική | του | αδικαιολόγητου | της | αδικαιολόγητης | του | αδικαιολόγητου |
| αιτιατική | τον | αδικαιολόγητο | την | αδικαιολόγητη | το | αδικαιολόγητο |
| κλητική | αδικαιολόγητε | αδικαιολόγητη | αδικαιολόγητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδικαιολόγητοι | οι | αδικαιολόγητες | τα | αδικαιολόγητα |
| γενική | των | αδικαιολόγητων | των | αδικαιολόγητων | των | αδικαιολόγητων |
| αιτιατική | τους | αδικαιολόγητους | τις | αδικαιολόγητες | τα | αδικαιολόγητα |
| κλητική | αδικαιολόγητοι | αδικαιολόγητες | αδικαιολόγητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αδικαιολόγητος < α- στερητικό + δικαιολογώ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο
αδικαιολόγητος -η -ο
- που δεν έχει δικαιολογία και άρα δε συγχωρείται
- Έχω θυμώσει πολύ μαζί σου! Είσαι τελείως αδικαιολόγητος που μας έστησες χτες βράδυ!
- όποιος ξεπεράσει τις 50 αδικαιολόγητες απουσίες μένει στην ίδια τάξη
- που δεν έχει βάσιμη δικαιολογία και άρα είναι ακατανόητος ή θεωρείται άδικος
- αδικαιολόγητη η ανησυχία για νέο σεισμό, λένε οι επιστήμονες
- αδικαιολόγητη επίθεση από άγνωστο μέρα μεσημέρι
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αδικαιολόγητος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.