αδικαιολόγητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδικαιολόγητος η αδικαιολόγητη το αδικαιολόγητο
      γενική του αδικαιολόγητου της αδικαιολόγητης του αδικαιολόγητου
    αιτιατική τον αδικαιολόγητο την αδικαιολόγητη το αδικαιολόγητο
     κλητική αδικαιολόγητε αδικαιολόγητη αδικαιολόγητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδικαιολόγητοι οι αδικαιολόγητες τα αδικαιολόγητα
      γενική των αδικαιολόγητων των αδικαιολόγητων των αδικαιολόγητων
    αιτιατική τους αδικαιολόγητους τις αδικαιολόγητες τα αδικαιολόγητα
     κλητική αδικαιολόγητοι αδικαιολόγητες αδικαιολόγητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αδικαιολόγητος < α- στερητικό + δικαιολογώ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

Επίθετο

αδικαιολόγητος -η -ο

  1. που δεν έχει δικαιολογία και άρα δε συγχωρείται
    Έχω θυμώσει πολύ μαζί σου! Είσαι τελείως αδικαιολόγητος που μας έστησες χτες βράδυ!
    όποιος ξεπεράσει τις 50 αδικαιολόγητες απουσίες μένει στην ίδια τάξη
  2. που δεν έχει βάσιμη δικαιολογία και άρα είναι ακατανόητος ή θεωρείται άδικος
    αδικαιολόγητη η ανησυχία για νέο σεισμό, λένε οι επιστήμονες
    αδικαιολόγητη επίθεση από άγνωστο μέρα μεσημέρι

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.