αποφοίτηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποφοίτηση | οι | αποφοιτήσεις |
| γενική | της | αποφοίτησης* | των | αποφοιτήσεων |
| αιτιατική | την | αποφοίτηση | τις | αποφοιτήσεις |
| κλητική | αποφοίτηση | αποφοιτήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποφοιτήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποφοίτηση < (ελληνιστική κοινή) ἀποφοίτησις < αρχαία ελληνική ἀποφοιτῶ < ἀπό + φοιτῶ
Μεταφράσεις
αποφοίτηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.