αποκοπή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποκοπή | οι | αποκοπές |
| γενική | της | αποκοπής | των | αποκοπών |
| αιτιατική | την | αποκοπή | τις | αποκοπές |
| κλητική | αποκοπή | αποκοπές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποκοπή < αρχαία ελληνική ἀποκοπή < ἀποκόπτω
Ουσιαστικό
αποκοπή θηλυκό
Εκφράσεις
- κατ’ αποκοπή(ν):
- πληρωμή (το ύψος της οποίας καθορίζεται εκ των προτέρων) για το σύνολο επιμέρους εργασιών, παροχής υπηρεσιών ή πώλησης αγαθών
- Η Κομισιόν ζητά από το Δικαστήριο να επιβάλει πρόστιμα με ένα κατ' αποκοπή ποσό ύψους 11.514.081 ευρώ και ημερήσια χρηματική ποινή 47. 462 ευρώ, έως ότου τηρηθούν οι υποχρεώσεις. (*)
- η αποκλειστική απασχόληση σε κάποιον τομέα ή έργο
- πληρωμή (το ύψος της οποίας καθορίζεται εκ των προτέρων) για το σύνολο επιμέρους εργασιών, παροχής υπηρεσιών ή πώλησης αγαθών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.