walkout
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
walkout (en)
- αποχώρηση με θυμό, το να αποχωρεί κανείς στην μέση συνέντευξης, ταινίας, παράστασης (είτε ως ηθοποιός είτε ως θεατής) κτλ.
- (διότι θίχτηκε, θύμωσε, βαρέθηκε κτλ.)
- αιφνίδια αποχώρηση από την εργασία όπως στην περίπτωση απεργίας ή στάσης εργασίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.