walkout

Αγγλικά (en)

Κλίση

      ενικός         πληθυντικός  
walkout walkouts

Ουσιαστικό

walkout (en)

  1. αποχώρηση με θυμό, το να αποχωρεί κανείς στην μέση συνέντευξης, ταινίας, παράστασης (είτε ως ηθοποιός είτε ως θεατής) κτλ.
    (διότι θίχτηκε, θύμωσε, βαρέθηκε κτλ.)
  2. αιφνίδια αποχώρηση από την εργασία όπως στην περίπτωση απεργίας ή στάσης εργασίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.