retrait

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
retrait retraits

retrait (fr) αρσενικό

  1. (για χρήματα) η ανάληψη
  2. (για πληθυσμό) η αποχώρηση, η απόσυρση
  3. (για πράξη, δράση) η ανάκληση
  4. (για κάποιο υλικό) η σμίκρυνση, η απόσυρση, η συστολή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.