αποχιονιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποχιονιστικός | η | αποχιονιστική | το | αποχιονιστικό |
| γενική | του | αποχιονιστικού | της | αποχιονιστικής | του | αποχιονιστικού |
| αιτιατική | τον | αποχιονιστικό | την | αποχιονιστική | το | αποχιονιστικό |
| κλητική | αποχιονιστικέ | αποχιονιστική | αποχιονιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποχιονιστικοί | οι | αποχιονιστικές | τα | αποχιονιστικά |
| γενική | των | αποχιονιστικών | των | αποχιονιστικών | των | αποχιονιστικών |
| αιτιατική | τους | αποχιονιστικούς | τις | αποχιονιστικές | τα | αποχιονιστικά |
| κλητική | αποχιονιστικοί | αποχιονιστικές | αποχιονιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αποχιονιστικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στην απομάκρυνση του χιονιού
- Από την πρώτη στιγμή ολόκληρος ο αποχιονιστικός στόλος βρισκόταν στο εθνικό και επαρχιακό οδικό δίκτυο, προχωρώντας σε διαρκείς καθαρισμούς του οδοστρώματος και ρίψεις άλατος, προκειμένου να μείνει το οδόστρωμα ανοιχτό αλλά και για να αποφευχθούν φαινόμενα παγετού. Ο αποχιονισμός γινόταν σε ικανοποιητικό επίπεδο και οι δρόμοι διατηρούνταν ανοιχτοί, αν και απαιτούνταν η χρήση αντιολισθητικών αλυσίδων για την ασφαλή κυκλοφορία των οχημάτων. (*)
Συγγενικά
- αποχιονισμός
- → δείτε τις λέξεις από και χιόνι
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αποχιονιστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.