εκχιονιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκχιονιστικός | η | εκχιονιστική | το | εκχιονιστικό |
| γενική | του | εκχιονιστικού | της | εκχιονιστικής | του | εκχιονιστικού |
| αιτιατική | τον | εκχιονιστικό | την | εκχιονιστική | το | εκχιονιστικό |
| κλητική | εκχιονιστικέ | εκχιονιστική | εκχιονιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκχιονιστικοί | οι | εκχιονιστικές | τα | εκχιονιστικά |
| γενική | των | εκχιονιστικών | των | εκχιονιστικών | των | εκχιονιστικών |
| αιτιατική | τους | εκχιονιστικούς | τις | εκχιονιστικές | τα | εκχιονιστικά |
| κλητική | εκχιονιστικοί | εκχιονιστικές | εκχιονιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- εκχιονισμός
- εκχιονιστήρας
- → δείτε τις λέξεις εκ και χιόνι
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
εκχιονιστικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.