αποχειροβίωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποχειροβίωτος | η | αποχειροβίωτη | το | αποχειροβίωτο |
| γενική | του | αποχειροβίωτου | της | αποχειροβίωτης | του | αποχειροβίωτου |
| αιτιατική | τον | αποχειροβίωτο | την | αποχειροβίωτη | το | αποχειροβίωτο |
| κλητική | αποχειροβίωτε | αποχειροβίωτη | αποχειροβίωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποχειροβίωτοι | οι | αποχειροβίωτες | τα | αποχειροβίωτα |
| γενική | των | αποχειροβίωτων | των | αποχειροβίωτων | των | αποχειροβίωτων |
| αιτιατική | τους | αποχειροβίωτους | τις | αποχειροβίωτες | τα | αποχειροβίωτα |
| κλητική | αποχειροβίωτοι | αποχειροβίωτες | αποχειροβίωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποχειροβίωτος < αρχαία ελληνική ἀποχειροβίωτος / ἀποχειροβίοτος / ἀποχειρόβιος
Επίθετο
αποχειροβίωτος, -η, -ο
- (παρωχημένο) βιοπαλαιστής
- Καλήν ημέραν άρχοντες... Και «άρχοντες» ήσαν μαζί με τους άλλους ο εργάτης που επήγαινε στη δουλειά του, η νοικοκυρά της συνοικίας, ο αποχειροβίωτος και μισθόβιος και ο ψιλικατζής. (*)
- αποχειροβίοτος
Μεταφράσεις
αποχειροβίωτος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.