μισθόβιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μισθόβιος | η | μισθόβια | το | μισθόβιο |
| γενική | του | μισθόβιου | της | μισθόβιας | του | μισθόβιου |
| αιτιατική | τον | μισθόβιο | τη | μισθόβια | το | μισθόβιο |
| κλητική | μισθόβιε | μισθόβια | μισθόβιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μισθόβιοι | οι | μισθόβιες | τα | μισθόβια |
| γενική | των | μισθόβιων | των | μισθόβιων | των | μισθόβιων |
| αιτιατική | τους | μισθόβιους | τις | μισθόβιες | τα | μισθόβια |
| κλητική | μισθόβιοι | μισθόβιες | μισθόβια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μισθόβιος, -α, -ο
- (παρωχημένο) μισθοσυντήρητος
- Καλήν ημέραν άρχοντες... Και «άρχοντες» ήσαν μαζί με τους άλλους ο εργάτης που επήγαινε στη δουλειά του, η νοικοκυρά της συνοικίας, ο αποχειροβίωτος και μισθόβιος και ο ψιλικατζής. (*)
Μεταφράσεις
μισθόβιος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.