τύπωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τύπωμα τα τυπώματα
      γενική του τυπώματος των τυπωμάτων
    αιτιατική το τύπωμα τα τυπώματα
     κλητική τύπωμα τυπώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τύπωμα < τυπώνω

Ουσιαστικό

τύπωμα ουδέτερο

Το τύπωμα έγινε σε καμβά.

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

τύπωμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τύπωμα ουδέτερο

  • το σχήμα, η μορφή, το πώς απεικονίζεται κάτι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.