depiction

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
depiction depictions

Ουσιαστικό

depiction (en) (μάλλον επίσημο)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αποτύπωση, η παράσταση, η πράξη της έκφρασης κάποιου ή κάτι με συγκεκριμένο τρόπο με λέξεις ή εικόνες
    Every poll is a depiction of the moment.
    Κάθε δημοσκόπηση είναι μια αποτύπωση της στιγμής.
    a graphic depiction of economic developments - μια γραφική παράσταση των οικονομικών εξελίξεων
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη representation

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.