αποτριχωτικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποτριχωτικό τα αποτριχωτικά
      γενική του αποτριχωτικού των αποτριχωτικών
    αιτιατική το αποτριχωτικό τα αποτριχωτικά
     κλητική αποτριχωτικό αποτριχωτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποτριχωτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αποτριχωτικός

Ουσιαστικό

αποτριχωτικό ουδέτερο

  • σκεύασμα που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για αποτρίχωση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.