φωτόλυση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φωτόλυση | οι | φωτολύσεις |
| γενική | της | φωτόλυσης* | των | φωτολύσεων |
| αιτιατική | τη | φωτόλυση | τις | φωτολύσεις |
| κλητική | φωτόλυση | φωτολύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, φωτολύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φωτόλυση < φωτο- + -λυση
Ουσιαστικό
φωτόλυση θηλυκό
- (χημεία) η διάσπαση μιας χημικής ένωσης με τη συνδρομή του φωτός
- μέθοδος αποτρίχωσης με τη χρήση laser
Μεταφράσεις
φωτόλυση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.