φωτόλυση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτόλυση οι φωτολύσεις
      γενική της φωτόλυσης* των φωτολύσεων
    αιτιατική τη φωτόλυση τις φωτολύσεις
     κλητική φωτόλυση φωτολύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φωτολύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωτόλυση < φωτο- + -λυση

Ουσιαστικό

φωτόλυση θηλυκό

  1. (χημεία) η διάσπαση μιας χημικής ένωσης με τη συνδρομή του φωτός
  2. μέθοδος αποτρίχωσης με τη χρήση laser

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.