αποταχθείς
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.taˈxθis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐τα‐χθείς
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποταχθείς | η | αποταχθείσα | το | αποταχθέν |
| γενική | του | αποταχθέντος & αποταχθέντα1 |
της | αποταχθείσας & αποταχθείσης* |
του | αποταχθέντος |
| αιτιατική | τον | αποταχθέντα | την | αποταχθείσα | το | αποταχθέν |
| κλητική | αποταχθείς | αποταχθείσα | αποταχθέν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποταχθέντες | οι | αποταχθείσες | τα | αποταχθέντα |
| γενική | των | αποταχθέντων | των | αποταχθεισών | των | αποταχθέντων |
| αιτιατική | τους | αποταχθέντες | τις | αποταχθείσες | τα | αποταχθέντα |
| κλητική | αποταχθέντες | αποταχθείσες | αποταχθέντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «παρευρεθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- αποταχθείς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποταχθείς, μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος αποτάσσω
Επίθετο
αποταχθείς, -α, -έν
- (αρχαιοπρεπές) μετοχή παθητικού αορίστου (αποτάχθηκα) του ρήματος αποτάσσω: που αποτάχθηκε
Μεταφράσεις
αποταχθείς
|
|
Ετυμολογία 2
- αποταχθείς: πρόσωπο ρηματικού τύπου
Ρηματικός τύπος
αποταχθείς
- β΄ πρόσωπο ενικού εξαρτημένου τύπου (αποταχθώ) παθητικής φωνής του αποτάσσω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.