αποστρατιωτικοποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποστρατιωτικοποιημένος η αποστρατιωτικοποιημένη το αποστρατιωτικοποιημένο
      γενική του αποστρατιωτικοποιημένου της αποστρατιωτικοποιημένης του αποστρατιωτικοποιημένου
    αιτιατική τον αποστρατιωτικοποιημένο την αποστρατιωτικοποιημένη το αποστρατιωτικοποιημένο
     κλητική αποστρατιωτικοποιημένε αποστρατιωτικοποιημένη αποστρατιωτικοποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποστρατιωτικοποιημένοι οι αποστρατιωτικοποιημένες τα αποστρατιωτικοποιημένα
      γενική των αποστρατιωτικοποιημένων των αποστρατιωτικοποιημένων των αποστρατιωτικοποιημένων
    αιτιατική τους αποστρατιωτικοποιημένους τις αποστρατιωτικοποιημένες τα αποστρατιωτικοποιημένα
     κλητική αποστρατιωτικοποιημένοι αποστρατιωτικοποιημένες αποστρατιωτικοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

αποστρατιωτικοποιημένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.