αποστρατιωτικοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποστρατιωτικοποιώ < απο- + στρατιωτικοποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική démilitariser)[1]
Ρήμα
αποστρατιωτικοποιώ (παθητική φωνή: αποστρατιωτικοποιούμαι)
- (στρατιωτικός όρος) απομακρύνω τις στρατιωτικές δυνάμεις από μια περιοχή και απαγορεύω στο εξής να εισέρχονται ή να βρίσκονται σ’ αυτήν την περιοχή
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αποστρατιωτικοποιημένος
- αποστρατιωτικοποίηση
- αποστρατιωτικοποιημένος
- → δείτε τις λέξεις αποστρατεύω, από και στρατός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποστρατιωτικοποιώ | αποστρατιωτικοποιούσα | θα αποστρατιωτικοποιώ | να αποστρατιωτικοποιώ | αποστρατιωτικοποιώντας | |
| β' ενικ. | αποστρατιωτικοποιείς | αποστρατιωτικοποιούσες | θα αποστρατιωτικοποιείς | να αποστρατιωτικοποιείς | (αποστρατιωτικοποίει) | |
| γ' ενικ. | αποστρατιωτικοποιεί | αποστρατιωτικοποιούσε | θα αποστρατιωτικοποιεί | να αποστρατιωτικοποιεί | ||
| α' πληθ. | αποστρατιωτικοποιούμε | αποστρατιωτικοποιούσαμε | θα αποστρατιωτικοποιούμε | να αποστρατιωτικοποιούμε | ||
| β' πληθ. | αποστρατιωτικοποιείτε | αποστρατιωτικοποιούσατε | θα αποστρατιωτικοποιείτε | να αποστρατιωτικοποιείτε | αποστρατιωτικοποιείτε | |
| γ' πληθ. | αποστρατιωτικοποιούν(ε) | αποστρατιωτικοποιούσαν(ε) | θα αποστρατιωτικοποιούν(ε) | να αποστρατιωτικοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποστρατιωτικοποίησα | θα αποστρατιωτικοποιήσω | να αποστρατιωτικοποιήσω | αποστρατιωτικοποιήσει | ||
| β' ενικ. | αποστρατιωτικοποίησες | θα αποστρατιωτικοποιήσεις | να αποστρατιωτικοποιήσεις | αποστρατιωτικοποίησε | ||
| γ' ενικ. | αποστρατιωτικοποίησε | θα αποστρατιωτικοποιήσει | να αποστρατιωτικοποιήσει | |||
| α' πληθ. | αποστρατιωτικοποιήσαμε | θα αποστρατιωτικοποιήσουμε | να αποστρατιωτικοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | αποστρατιωτικοποιήσατε | θα αποστρατιωτικοποιήσετε | να αποστρατιωτικοποιήσετε | αποστρατιωτικοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | αποστρατιωτικοποίησαν αποστρατιωτικοποιήσαν(ε) |
θα αποστρατιωτικοποιήσουν(ε) | να αποστρατιωτικοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποστρατιωτικοποιήσει | είχα αποστρατιωτικοποιήσει | θα έχω αποστρατιωτικοποιήσει | να έχω αποστρατιωτικοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποστρατιωτικοποιήσει | είχες αποστρατιωτικοποιήσει | θα έχεις αποστρατιωτικοποιήσει | να έχεις αποστρατιωτικοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποστρατιωτικοποιήσει | είχε αποστρατιωτικοποιήσει | θα έχει αποστρατιωτικοποιήσει | να έχει αποστρατιωτικοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποστρατιωτικοποιήσει | είχαμε αποστρατιωτικοποιήσει | θα έχουμε αποστρατιωτικοποιήσει | να έχουμε αποστρατιωτικοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποστρατιωτικοποιήσει | είχατε αποστρατιωτικοποιήσει | θα έχετε αποστρατιωτικοποιήσει | να έχετε αποστρατιωτικοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποστρατιωτικοποιήσει | είχαν αποστρατιωτικοποιήσει | θα έχουν αποστρατιωτικοποιήσει | να έχουν αποστρατιωτικοποιήσει |
| |
Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αποστρατιωτικοποιώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.