αποσκληρωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποσκληρωμένος η αποσκληρωμένη το αποσκληρωμένο
      γενική του αποσκληρωμένου της αποσκληρωμένης του αποσκληρωμένου
    αιτιατική τον αποσκληρωμένο την αποσκληρωμένη το αποσκληρωμένο
     κλητική αποσκληρωμένε αποσκληρωμένη αποσκληρωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποσκληρωμένοι οι αποσκληρωμένες τα αποσκληρωμένα
      γενική των αποσκληρωμένων των αποσκληρωμένων των αποσκληρωμένων
    αιτιατική τους αποσκληρωμένους τις αποσκληρωμένες τα αποσκληρωμένα
     κλητική αποσκληρωμένοι αποσκληρωμένες αποσκληρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποσκληρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποσκληραίνω + -ωμένος

Μετοχή

αποσκληρωμένος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.