απορρυπαντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απορρυπαντικός | η | απορρυπαντική | το | απορρυπαντικό |
| γενική | του | απορρυπαντικού | της | απορρυπαντικής | του | απορρυπαντικού |
| αιτιατική | τον | απορρυπαντικό | την | απορρυπαντική | το | απορρυπαντικό |
| κλητική | απορρυπαντικέ | απορρυπαντική | απορρυπαντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απορρυπαντικοί | οι | απορρυπαντικές | τα | απορρυπαντικά |
| γενική | των | απορρυπαντικών | των | απορρυπαντικών | των | απορρυπαντικών |
| αιτιατική | τους | απορρυπαντικούς | τις | απορρυπαντικές | τα | απορρυπαντικά |
| κλητική | απορρυπαντικοί | απορρυπαντικές | απορρυπαντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απορρυπαντικός < απορρυπαίνω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική détersif)
Επίθετο
απορρυπαντικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την απορρύπανση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
- (παρωχημένο) καθαρτικός, εξαγνιστικός
- (ουσιαστικοποιημένο) απορρυπαντικό
Συγγενικά
- απορρυπαντικά
- απορρυπαντικό
- → δείτε τις λέξεις απορρυπαίνω, ρυπαίνω και ρύπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.