απορρυπαντικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απορρυπαντικά < απορρυπαντικός + -ά
Μεταφράσεις
απορρυπαντικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
απορρυπαντικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απορρυπαντικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.